- αλογοπάζαρο
- τοτόπος όπου γίνονται αγοραπωλησίες αλόγων.[ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + παζάρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλογοπάζαρο — το τόπος όπου γίνεται αγοραπωλησία αλόγων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
ζωοπανήγυρη — η μορφή εμπορικής πανήγυρης στην οποία εκτίθενται και πωλούνται μεγάλα ιδίως ζώα, ζωοπάζαρο, αλογοπάζαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + πανήγυρη. Η λ. στον λόγιο τ. ζωοπανήγυρις μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ιππαγορά — η τόπος αγοραπωλησίας ίππων, αλογοπάζαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ἀγορά] … Dictionary of Greek